-
1 πότμος
πότμος (-ος, -ου, -ῳ, -ον.)1 fortune (good or bad)πότμῳ σὺν εὐδαίμονι O. 2.18
τὸν εὔφρονα πότμον O. 2.36
Τιμόσθενες, ὔμμε δ' ἐκλάρωσεν πότμος Ζηνὶ O. 8.15
μὴ καθέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανὸν γενεᾶς O. 9.60
τὸ πλουτεῖν δὲ σὺν τύχᾳ πότμου σοφίας ἄριστον P. 2.56
λαγέταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται εἴ τιν' ἀνθρώπων ὁ μέγας πότμος P. 3.86
πότμου παραδόντος P. 5.3
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
εἴργει δὲ πότμῳ ζυγένθ' ἕτερον ἕτερα N. 7.6
πότμον ἀμπιπλάντες ὁμοῖον (sc. Διόσκουροι) N. 10.57 ( μάτρωι) χάλκασπις ᾧ πότμον μὲν Ἄρης ἔμειξεν (i. e. θάνατον Σ) I. 7.25 ]ποτμος[ Θρ. 5c. 2. πότμοιο λιπα[ ?fr. 334a. 5. pro pers.,ἐμοὶ δ' ὁποίαν ἀρετὰν ἔδωκε Πότμος ἄναξ, εὖ οἶδ ὅτι χρόνος τελέσει N. 4.42
νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας (sc. αὐτόν) I. 1.39 -
2 ἀνάγω
a bring up, raise, awaken ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων sc. Poseidon I. 4.22 ἀνὰ δ' γαγον ἐς φάος οἵαν μοῖραν ὕμνων sc. the sons of Lampon I. 6.62 cf. ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ πότμου παραδόντος αὐτὸν (= πλοῦτον)ἀνάγῃ πολύφιλον ἑπέταν P. 5.3
b put to sea with Ἀμύκλαθεν γὰρ ἔβα σὺν Ὀρέστᾳ, Αἰολέων στρατιὰν χαλκεντέα δεῦρ' ἀνάγων i. e. to Tenedos N. 11.35 -
3 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7. -
4 βροτήσιος
1 mortal ὅταν τις βροτήσιος ἀνὴρ πότμου παραδόντος αὐτὸν (= πλοῦτον)ἀνάγῃ πολύφιλον ἑπέταν P. 5.3
Πάριος ἑ[καβόλος βροτη]σίῳ δέμαϊ θεός Pae. 6.79
-
5 παραδίδωμι
A give, hand over to another, transmit, [παιδίον] τινί Hdt.1.117
; τὰ ἐντεταλμένα, of couriers, Id.8.98;καθάπερ λαμπάδα τὸν βίον π. Pl. Lg. 776b
, etc.; of sentinels,π. τὸν κώδωνα Th.4.135
;τὴν ἑωθινὴν φυλακήν Plu.Arat.7
;τῷ παιδὶ π. τὴν ἀρχήν Hdt.2.159
;τὰ πάτρια τεύχεα S.Ph. 399
(lyr.); of letters to the person addressed, X.Cyr. 8.6.17; of a purchase to the buyer, Id.Oec.20.28; of articles entered in an inventory by magistrates, IG12.324.2, etc.; in Astrol.,π. τὸ ἔτος Vett.Val.100.30
, Paul.Al.I.4; of an argument,π. τινὶ τὸν ἑξῆς λόγον Pl.Criti. 106b
; π. τὴν προξενίαν hand it down to one's posterity, X.HG6.3.4;τὴν πόλιν εὐδαιμονεστάτην τοῖς ἐπιγιγνομένοις π. Isoc.8.94
, cf. Th.2.36, Pl.R. 372d; π. τὴν ἀρετήν transmit, impart as a teacher, Id.Men. 93c: c. inf., ;ἣν ἐμῇ μητρὶ παρέδωκεν τρέφειν E.Or.64
;π. τινὶ τοὺς νέους διδάσκειν Pl.Lg. 812a
, cf. Ti. 42d, al.2 give a city or person into another's hands,τὴν Σάμον π. Συλοσῶντι Hdt.3.149
;ἄλλον ἐς ἄλλην πόλιν π. Id.5.37
; esp. as a hostage, or to an enemy, deliver up, surrender,ἑωυτὸν Κροίσῳ Id.1.45
, cf. 3.13, Th.7.86;τὰς ναῦς And.3.11
, etc.: with collat. notion of treachery, betray, X.Cyr.5.4.51, Paus.1.2.1;π. ὅπλα X.Cyr.5.1.28
, etc.; τύχῃ αὑτὸν π. commit oneself to fortune, Th.5.16; ταῖς ἡδοναῖς ἑαυτὴν [τὴν ψυχήν] Pl.Phd. 84a; ἑαυτοὺς [ἐπιθυμίαις] ib. 82c: without acc., give way,ἡδονῇ παραδούς Id.Phdr. 250e
.3 give up to justice, etc.,ἥντινα μήτε.. παραδοῦναι ἐξῆν Antipho 6.42
;π. τινὰς τῷ δικαστηρίῳ And.1.17
;τοῖς ἕνδεκα παρεδόθη Lys.14.17
; alsoπ. τινὰ εἰς τὸ δεσμωτήριον D.51.8
;δεθέντα εἰς τὸν δῆμον X.HG1.7.3
([voice] Pass.); : c. inf.,π. τινὰ θανάτῳ ζημιῶσαι Lys.22.2
; give up a slave to be examined by torture, Isoc.17.15, Test. ap. D.45.61:—[voice] Pass., ἐγκλήματι π. dub. l. in D.C.62.27: metaph.,σιωπῇ καὶ λήθῃ παραδοθείς D.H.Pomp.3
.4 hand down legends, opinions, etc., by tradition, ;παραδεδομένα καὶ μυθώδη D.23.65
;οἱ παραδεδομένοι μῦθοι Arist.Po. 1451b24
;ὁ π. τρόπος Id.Pol. 1313a35
; οἱ παραδεδομένοι θεοί the traditional gods, Din.1.94;ἡ οἰκία.. ἐγκεκωμιασμένη παραδέδοται ἡμῖν Pl.Chrm. 157e
; δόγματι παραδοθῆναι to be embodied in a decree, D.C.57.20.b teach doctrine, Ev.Luc.1.2, Sor.1.124, M.Ant.1.8, Philum.Ven.37.3, Dam.Pr. 154, 433, Paul.Aeg.6.50:—[voice] Pass.,ὅταν [τέχνη] παραδιδῶται Arr.Epict.2.14.2
.II grant, bestow,κῦδός τισι Pi.P.2.52
: in [tense] pres. and [tense] impf., offer, allow,αἵρεσιν Id.N.10.83
.2 c. inf., allow one to.., Hdt.1.210, 6.103, al.: c. acc. rei, permit,ὁ θεὸς τοῦτό γε οὐ παρεδίδου Id.5.67
; πληγὴν.. παραδοθεῖσαν εἰσιδών a blow offered, i. e. opportunity of striking, E.Ph. 1393: abs., τοῦ θεοῦ παραδιδόντος if he permits, Hdt.7.18;ἢν οἱ θεοὶ παραδιδῶσιν X.An.6.6.34
;ὅπως ἂν οἱ καιροὶ παραδιδῶσιν Isoc.5.118
;τῆς ὥρας παραδιδούσης Plb.21.41.9
: less freq. in [tense] aor.,πότμου παραδόντος Pi.P.5.3
;ὡς ἂν ὁ δαίμων παραδῷ D.60.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραδίδωμι
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский